- κούνιον
- κούνιον και κουνίον, τὸ (ΑM)η κούνια, το κρεβάτι τού βρέφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuna «κρεβάτι βρέφους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… … Dictionary of Greek